Κρίσταλ, Μπίλι — (Billy Crystal, Νέα Υόρκη 1947 –). Αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Παρακολούθησε θεατρικές σπουδές στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του και ξεκίνησε ως κωμικός της stand up comedy, λίγο προτού ασχοληθεί με … Dictionary of Greek
Σιλόνε, Ινάτσιο — (1900 1978) (Silone, ψευδώνυμο του Secondo Tranquilli). Ιταλός συγγραφέας και πολιτικός. Η βασανισμένη παιδική του ζωή (η οικογένεια του σκοτώθηκε από ένα σεισμό) επηρέασε το χαρακτήρα του και τον έστρεψε προς την πολιτική δράση. Το 1921 ήταν… … Dictionary of Greek
Σινιάκ, Πωλ — (Signac). Γάλλος ζωγράφος (Παρίσι 1863 1935). Θαυμαστής των εμπρεσιονιστών, στην αρχή επηρεάστηκε ιδιαίτερα από το Μονέ. Το 1884 ίδρυσε, μαζί με τον Ανρί Εντμόν Κρος κ.ά., την Εταιρεία των Ανεξάρτητων (της οποίας έγινε πρόεδρος το 1908), όπου… … Dictionary of Greek
Σταύρου, Θρασύβουλος — Έλληνας φιλόλογος συγγραφέας και ποιητής (Πέτρα Μυτιλήνης 1886 Αθήνα 1979). Μετά τις σπουδές του στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης και στα πανεπιστήμια της Αθήνας και του Μονάχου, διατέλεσε καθηγητής και γυμνασιάρχης στη χώρα του και αιρετός… … Dictionary of Greek
αναλύω — ανάλυσα και ανέλυσα, λύθηκα, λυμένος 1. κάνω ανάλυση (βλ. λ.). 2. διαλύω, αποσυνθέτω: Έβαλε το μέλι στη φωτιά για να αναλυθεί. 3. αναπτύσσω πλατιά κάτι: Στη μακρά ομιλία του ανάλυσε τους λόγους για τους οποίους επιβάλλεται η ριζική αναδιοργάνωση… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)